φως

φως
    I.
    φώς
    φωτός ὅ только поэт.
    1) муж, мужчина, тж. человек Hom., Trag., Arph.
    

φωτῶν γένος Aesch., — род человеческий;

    φῶτες Αἰγεΐδαι Pind. — потомки Эгея;
    δύ΄ οἰκτρὼ φῶτε Eur. — два несчастных человека (Менелай и Елена)

    2) собир. войско
    

(ὅ λεύκασπις φ. Soph.)

    II.
    φῴς
    φῳδός ἥ стяж. = φωΐς См. φωις
    III.
    φῶς
    φωτός τό [стяж. к φάος] тж. pl.
    1) свет, сияние, блеск
    

(τοῦ ἡλίου, τῶν ἄστρων τε καὴ σελήνης Plat.; πυρός Eur.; τοῦ λύχνου Plut.)

    τὸ ἡμερινὸν φ. Plat. — дневной свет;
    τὸ φ. παρέχειν τινί Xen. — придать блеск чему-л.

    2) дневной свет, день
    

ἔτι φωτὸς ὄντος Plat. — пока еще день, т.е. засветло;

    ἕως ἂν φ. γένηται Plat. — прежде чем рассветет;
    κατὰ φ. Xen. — в течение дня, днем;
    ἅμα τῷ φωτί Polyb. — с рассветом;
    εἰς φ. φαίνεσθαι (ἔρχεσθαι) Soph. или παριέναι Plut. — появляться на свет или обнаруживаться;
    φ. ὁρᾶν Soph. или βλέπειν Eur. — видеть дневной свет, т.е. быть в живых;
    ἐς φ. λέγειν Soph. — говорить ясно, напрямик

    3) солнце
    

αἱ τοῦ φωτὸς δύσεις Plut. — закат солнца или запад

    4) огонь
    

(τοῦ στρατεύματος Xen.)

    5) глаз
    

(τὸ φ. Κύκλωπος Eur.)

    6) окно
    

(φῶτα καὴ θύραι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "φως" в других словарях:

  • φώς — man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός …   Dictionary of Greek

  • φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες …   Dictionary of Greek

  • άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσί — φώς man masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»